γράμματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γράμματα < πληθυντικός της λέξης γράμμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γράμματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- το συνολικό έργο της λογοτεχνίας και της επιστήμης
- τα γράμματα και οι τέχνες
- η μόρφωση
- μάθε παιδί μου γράμματα
- ο γραφικός χαρακτήρας
- τι γράμματα είναι αυτά που κάνεις!
- (παρωχημένο) οι τίτλοι ή / και οι υπότιτλοι μιας ταινίας ή εκπομπής
- χασάπη, γράμματα!
- η μια πλευρά ενός νομίσματος, αυτή που αναγράφει την αξία του, που χρησιμοποιείται συνήθως μόνο στο κορώνα γράμματα
- Αντώνυμα κορώνα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (παρωχημένο) και γράμματα γνωρίζω: φράση που χρησιμοποιείται στο τέλος καταθέσεων μαρτύρων με σκοπό να επιβεβαιώνεται ότι αυτό που υπογράφουν το έχουν διαβάσει
- κορώνα ή γράμματα : οι δύο όψεις του νομίσματος που χρησιμοποιούνται σε παιχνίδι τύχης
- παίζω κάτι κορώνα-γράμματα : ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω
- τα πρώτα γράμματα : οι στοιχειώδεις γνώσεις
- τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
- γράμμα, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
- γράμμα, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού