φορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φορῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φορῶ, συνηρημένος τύπος του φορέω → και δείτε τη λέξη φοράω

Ρήμα[επεξεργασία]

φορώ