φόρεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φόρεμα | τα | φορέματα |
γενική | του | φορέματος | των | φορεμάτων |
αιτιατική | το | φόρεμα | τα | φορέματα |
κλητική | φόρεμα | φορέματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φόρεμα < αρχαία ελληνική φόρημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φόρεμα ουδέτερο
- φουστάνι, ρούχο γυναικείο, με ή χωρίς μανίκια, που καλύπτει το σώμα με ένα συνήθως μονοκόμματο ύφασμα και φτάνει σε διάφορα μήκη, για διάφορες περιστάσεις
- φορέματα για εγκύους/παχουλές
- βραδινό φόρεμα
- κλος φόρεμα
- εβαζέ φόρεμα (που φάρδαινε προς τα κάτω < γαλλικό évasée)
- με κρινολίνο
- καλό φόρεμα
- φόρεμα πλύνε-βάλε (πρακτικό και καθημερινό)
- σέξι φόρεμα
- το ίδιο φόρεμα!!!!!
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- φορεματάκι -το απλό φόρεμα, ίσως φτηνό
- φουστάνι -το λαϊκό φόρεμα
- φουστανάκι -το ταπεινό ή παιδικό φόρεμα
- τσιτάκι -το ταπεινότατο φόρεμα
- τουαλέτα -το ιδιαίτερα επίσημο φόρεμα
- νυφικό -το νυφικό φόρεμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Το σημαντικό σε ένα φόρεμα είναι η γυναίκα που το φοράει (Υβ Σαιν Λωράν)
- Κι η άλλη τι φόρεμα φορούσε; (....)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φόρεμα