Μετάβαση στο περιεχόμενο

φόρεμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φόρεμα τα φορέματα
      γενική του φορέματος των φορεμάτων
    αιτιατική το φόρεμα τα φορέματα
     κλητική φόρεμα φορέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πορτρέτο κοριτσιού με ροζ φόρεμα, Ραϊμούντο Γκαρέτα (1841-1920)
γυναίκα με φόρεμα εγκυμοσύνης

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φόρεμα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φόρεμα < αρχαία ελληνική φόρημα (φορτίο)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfo.ɾe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φόρεμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φόρεμα ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη φοράω / φορώ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φόρεμᾰ τὰ φορέμᾰτ
      γενική τοῦ φορέμᾰτος τῶν φορεμᾰ́των
      δοτική τῷ φορέμᾰτ τοῖς φορέμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ φόρεμᾰ τὰ φορέμᾰτ
     κλητική ! φόρεμᾰ φορέμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φορέμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  φορεμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φόρεμα ουδέτερο