φόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φόρος | οι | φόροι |
γενική | του | φόρου | των | φόρων |
αιτιατική | τον | φόρο | τους | φόρους |
κλητική | φόρε | φόροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φόρος < φέρω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φό‐ρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φόρος αρσενικό
- (οικονομία) άμεσος φόρος: χρηματικό ποσό που καταβάλλει στο κράτος ο πολίτης που ζει σε αυτό ως ποσοστό του εισοδήματός του
- ↪ Φέτος ο φόρος που θα δώσω με τη γυναίκα μου θα φτάσει τα 5.000 ευρώ
- (οικονομία) έμμεσος φόρος: καταναλωτικοί φόροι, χρηματικά ποσά που ενσωματώνονται στην τιμή των εμπορευμάτων ή των παρεχομένων υπηρεσιών και που επίσης αποτελούν κρατικό έσοδο
- → δείτε ΦΠΑ για το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας
- οποιαδήποτε εισφορά σε χρήμα ή σε είδος καταβάλλει ένας υπήκοος ή ένα εξαρτώμενο κράτος στον επικυρίαρχό του
- ↪ Κράτη φόρου υποτελή
- (μεταφορικά) απόδοση (σε εκφράσεις)
Συγγενικά
[επεξεργασία]όπως ενδεικτικά
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- άμεσος φόρος
- αναβαλλόμενος φόρος
- αναλογών φόρος
- βεβαίωση φόρου
- δήλωση φόρου εισοδήματος
- έμμεσος φόρος
- επιστροφή φόρου : το ποσό που επιστρέφει το κράτος όταν ο φόρος που έχει παρακρατηθεί από τον πολίτη (π.χ. από το μισθό του) ήταν περισσότερος από όσο έπρεπε. Η επιστροφή φόρου συχνά συμψηφίζεται με άλλες οφειλές και δεν επιστρέφεται σε μετρητά, αλλά πάντως αφαιρείται από όσα οφείλει ο πολίτης στο κράτος
- κεφαλικός φόρος
- κλιμακωτός φόρος
- οικολογικός φόρος
- παρακράτηση φόρου
- περιβαλλοντικός φόρος
- πράσινος φόρος
- προκαταβολή φόρου
- συμπληρωματικός φόρος
- συντελεστής φόρου
- φόρος αυτόματου υπερτιμήματος
- φόρος δεκάτης
- φόρος δωρεάς
- φόρος εισοδήματος
- φόρος κεφαλαίου
- φόρος κληρονομιάς
- φόρος μεταβίβασης ακινήτων
- φόρος περιουσίας
- φόρος πολυτελείας
- φόρος προστιθέμενης αξίας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- φόρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] (οικονομία) φόρος που πληρώνεται
(μεταφορικά
|
Πηγές
[επεξεργασία]- φόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'φόρος'.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φόρος | οἱ | φόροι |
γενική | τοῦ | φόρου | τῶν | φόρων |
δοτική | τῷ | φόρῳ | τοῖς | φόροις |
αιτιατική | τὸν | φόρον | τοὺς | φόρους |
κλητική ὦ! | φόρε | φόροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]φόρος < ρίζα φόρ-, ετεροιωμένη βαθμίδα του φέρ- (φέρω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φόρος, -ου αρσενικό
- (οικονομία) εισφορά σε χρήμα ή σε είδος που καταβάλλει ένας υπήκοος ή ένα εξαρτώμενο κράτος στον επικυρίαρχό του
- (οικονομία) οποιαδήποτε πληρωμή χρηματικού ποσού
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]φόρος < (άμεσο δάνειο) λατινική forum (αγορά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φόρος, -ου αρσενικό
- (ελληνιστική σημασία) η ρωμαϊκή αγορά
Απόγονοι
[επεξεργασία]- μεσαιωνική ελληνική
- ⇒ νέα ελληνικά: φόρος
- ↷ ρομανί: fòros (πόλη)
Πηγές
[επεξεργασία]- φόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Οικονομία (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)