impôt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

impôt < λατινική impositum (που τίθεται επάνω)

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

impôt (fr) αρσενικό

  1. ο φόρος
    L'impôt sur la fortune : φόρος επί των μεγάλων περιουσιών.
  2. η φορολογία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]