fòros

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρομανί (rom)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fòros < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική ελληνική φόρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fòros αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

  • κλιτικοί τύποι:
  • ονομαστική πληθυντικού: fòrurǎ