Μετάβαση στο περιεχόμενο

tax

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tax taxes

tax (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • ο φόρος
    παράδειγμα  He came to a compromise with the tax office and achieved a reduction in the tax.
    Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας tax
γ΄ ενικό ενεστώτα taxes
αόριστος taxed
παθητική μετοχή taxed
ενεργητική μετοχή taxing

tax (en) (μεταβατικό)

  1. φορολογώ
    παράδειγμα  They taxed tobacco and luxury goods.
    Φορολόγησαν τον καπνό και τα είδη πολυτελείας.
    παράδειγμα  Expenses for medical care are deductible from total annual income and are not taxed.
    Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται.
  2. θέτω σε δοκιμασία, βάζω σε δοκιμασία
    παράδειγμα  It was taxing on his health.
    Έθετε σε δοκιμασία την υγεία του.
    παράδειγμα  That would be very taxing on our resources.
    Αυτό θα 'βάζε σε μεγάλη δοκιμασία τα οικονομικά μας.
    παράδειγμα  Small print is taxing on the eyes.
    Τα μικρά στοιχεία είναι δοκιμασία για τα μάτια.