body
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
body | bodies |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
body (en)
- σώμα
- (προγραμματισμός) σώμα, για συνάρτηση ή μέθοδο, βρόχο (loop), κλπ.
- ≠ αντώνυμα: header
- → δείτε τις λέξεις function body και σώμα συνάρτησης
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
body στην αγγλική Βικιπαίδεια