κορμί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κορμί | τα | κορμιά |
γενική | του | κορμιού | των | κορμιών |
αιτιατική | το | κορμί | τα | κορμιά |
κλητική | κορμί | κορμιά | ||
όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορμί < μεσαιωνική ελληνική κορμί(ν) < ελληνιστική κοινή κορμίον < αρχαία ελληνική κορμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker-[1] (κόβω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορμί ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- θα σου λιώσω το κορμί (ιδιωματική έκφραση φαντάρων)
- χαμένο κορμί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορμί
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)