test

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
test tests

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

test (en) (μετρήσιμο)

  1. το τεστ, η εξέταση των γνώσεων ή των ικανοτήτων κάποιου
    an endurance/intelligence test - τεστ αντοχής/νοημοσύνης
    an individual/group test - ατομικό/ομαδικό τεστ
    I undergo a test.
    Περνάω από τεστ.
  2. το τεστ, η ιατρική εξέταση από γιατρό για έλεγχο της κατάστασης της υγείας μου
    The pregnancy test is positive/negative.
    Tο τεστ για εγκυμοσύνη είναι θετικό/αρνητικό.
    blood/urine test - εξέταση αίματος/ούρων
    test results - αποτελέσματα των εξετάσεων
  3. το τεστ, η εξέταση, η δοκιμή, ο έλεγχος της λειτουργίας μιας μηχανής ή ενός προϊόντος
    The car successfully passed all the endurance tests.
    Το αυτοκίνητο πέρασε με επιτυχία όλα τα τεστ αντοχής.
    the engine test - η εξέταση της μηχανής
    a speed test - δοκιμή ταχύτητας
    The engine performed well in the tests.
    Η μηχανή απέδωσε καλά στις δοκιμές.
    We need to do a test before we use it.
    Πρέπει να κάνουμε μια δοκιμή πριν το χρησιμοποιούμε.
    machinery tests - μηχανήματα ελέγχου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας test
γ΄ ενικό ενεστώτα tests
αόριστος tested
παθητική μετοχή tested
ενεργητική μετοχή testing

test (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) εξετάζω
    I will test your knowledge.
    Θα εξετάσω τος γνώσεις σου.
  2. δοκιμάζω

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
test tests

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

test (fr) αρσενικό