Μετάβαση στο περιεχόμενο

test

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
test tests

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

test (en) (μετρήσιμο)

  1. το τεστ, το διαγώνισμα, η εξέταση των γνώσεων ή των ικανοτήτων κάποιου
    παράδειγμα  an endurance/intelligence test - τεστ αντοχής/νοημοσύνης
    παράδειγμα  an individual/group test - ατομικό/ομαδικό τεστ
    παράδειγμα  I undergo a test.
    Περνάω από τεστ.
    παράδειγμα  I don’t have a test in Spanish this month.
    Δεν έχω διαγώνισμα στα ισπανικά αυτόν τον μήνα.
    παράδειγμα  introductory/preliminary/final tests - εισαγωγικές/προκριματικές/τελικές εξετάσεις
  2. το τεστ, η ιατρική εξέταση από γιατρό για έλεγχο της κατάστασης της υγείας μου
    παράδειγμα  The pregnancy test is positive/negative.
    Tο τεστ για εγκυμοσύνη είναι θετικό/αρνητικό.
    παράδειγμα  blood/urine test - εξέταση αίματος/ούρων
    παράδειγμα  test results - αποτελέσματα των εξετάσεων
    παράδειγμα  The sprinter has been banned for life after failing a doping test.
    Ο σπρίντερ έχει αποκλειστεί δια βίου μετά από αποτυχία σε έλεγχο ντόπινγκ.
  3. το τεστ, η εξέταση, η δοκιμή, ο έλεγχος της λειτουργίας μιας μηχανής ή ενός προϊόντος
    παράδειγμα  The car successfully passed all the endurance tests.
    Το αυτοκίνητο πέρασε με επιτυχία όλα τα τεστ αντοχής.
    παράδειγμα  the engine test - η εξέταση της μηχανής
    παράδειγμα  a speed test - δοκιμή ταχύτητας
    παράδειγμα  The engine performed well in the tests.
    Η μηχανή απέδωσε καλά στις δοκιμές.
    παράδειγμα  We need to do a test before we use it.
    Πρέπει να κάνουμε μια δοκιμή πριν το χρησιμοποιούμε.
    παράδειγμα  machinery tests - μηχανήματα ελέγχου

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
ενεστώτας test
γ΄ ενικό ενεστώτα tests
αόριστος tested
παθητική μετοχή tested
ενεργητική μετοχή testing

test (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) εξετάζω, υποβάλλω κάποιον σε έλεγχο με σκοπό να διαπιστώσω τις γνώσεις σε συγκεκριμένο θέμα
    παράδειγμα  I will test your knowledge.
    Θα εξετάσω τος γνώσεις σου.
  2. (αμετάβατο) κάνω καλά/άσχημα σε ένα τεστ γνώσεων ή ικανοτήτων
    παράδειγμα  There are people who test well on exams and people who don’t.
    Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν καλά στις εξετάσεις και άνθρωποι που δεν κάνουν καλά.
  3. (μεταβατικό) εξετάζω το αίμα, ένα μέρος του σώματος κτλ. για να μάθω τι συμβαίνει με έναν άνθρωπο ή για να ελέγξω την κατάσταση της υγείας του
    παράδειγμα  The doctor tested my eyesight.
    Ο γιατρός εξέτασε την όρασή μου.
  4. (αμετάβατο) βγαίνω, βρίσκομαι θετικός/αρνητικός σε κάτι
    παράδειγμα  You need to isolate for five days if you test positive.
    Πρέπει να απομονωθείς για πέντε ημέρες αν βγεις θετικός.
    παράδειγμα  Two athletes tested positive for steroids.
    Δύο αθλητές βρέθηκαν θετικοί στα στεροειδή.
    παράδειγμα  If you tested positive for coronavirus…
    Εάν βρεθείτε θετικοί στον κορονοϊό…
  5. (μεταβατικό) δοκιμάζω μηχάνημα, ουσία, ιδέα κτλ. για να μάθω πόσο καλά λειτουργεί ή να μάθω περισσότερες πληροφορίες γι' αυτό
    παράδειγμα  I am testing the pen to see if it writes/the knife to see if it cuts.
    Δοκιμάζω το στιλό αν γράφει/το μαχαίρι αν κόβει.
    παράδειγμα  They tested the product’s effectiveness.
    Δοκίμασαν την αποτελεσματικότητα του προϊόντος.
    παράδειγμα  The medicine has not yet been tested on humans.
    Το φάρμακο δεν έχει δοκιμαστεί ακόμη σε ανθρώπους.
    παράδειγμα  The machines are tested and work properly but they are expensive.
    Αυτές οι μηχανές είναι δοκιμασμένες, δουλεύουν σωστά αλλά είναι πολύ ακριβές.



      ενικός         πληθυντικός  
test tests

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

test (fr) αρσενικό