test
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
test | tests |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
test (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | test |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tests |
αόριστος | tested |
παθητική μετοχή | tested |
ενεργητική μετοχή | testing |
test (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
test | tests |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
test (fr) αρσενικό
- το τεστ