λεπτόκορμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /leˈpto.koɾ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐πτό‐κορ‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
λεπτόκορμος, -η, -ο
- που έχει λεπτό κορμό
- ※ Με ύψος περί τα δύο μέτρα, λεπτόκορμος αλλά με τετράγωνους ώμους, με ξανθά μαλλιά και βαθιά μπλε μάτια, αυτός ο άντρας που έφθασε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1924 για να μαγευτεί αμέσως από τη χώρα, γοήτευσε και ο ίδιος τους ανθρώπους γύρω του όχι μόνον για την εξαιρετική εμφάνισή του αλλά κυρίως για την επιστημονική κατάρτιση και το έργο που παρήγαγε στο διάστημα του σύντομου βίου του.
- Μαρία Θέρμου, Ο Άδωνις αρχαιολόγος, Το Βήμα, 25 Ιανουαρίου 2009
- ※ Με ύψος περί τα δύο μέτρα, λεπτόκορμος αλλά με τετράγωνους ώμους, με ξανθά μαλλιά και βαθιά μπλε μάτια, αυτός ο άντρας που έφθασε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1924 για να μαγευτεί αμέσως από τη χώρα, γοήτευσε και ο ίδιος τους ανθρώπους γύρω του όχι μόνον για την εξαιρετική εμφάνισή του αλλά κυρίως για την επιστημονική κατάρτιση και το έργο που παρήγαγε στο διάστημα του σύντομου βίου του.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεπτόκορμος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- λεπτόκορμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)