Μετάβαση στο περιεχόμενο

torso

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
torso torsos / torsi

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

torso (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]