ελασματοποιήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελασματοποιήσιμος < ελασματοποιώ + -ιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
ελασματοποιήσιμος
- που είναι δυνατόν να μετατραπεί σε έλασμα, να ελασματοποιηθεί