ελασματοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ελασματοποιώ < έλασμα + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική laminer)

ελασματοποιώ (παθητική φωνή: ελασματοποιούμαι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]