επελαύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επελαύνω < αρχαία ελληνική ἐπελαύνω
Ρήμα
[επεξεργασία]επελαύνω
- (λόγιο) επιτίθεμαι με ορμή
Δείτε επίσης : ἐπελαύνω |
επελαύνω