charger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
charger chargers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
charger < charge + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

charger (en)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃaʁ.ʒe/

charger (fr)

  1. φορτώνω
  2. φορτίζω
  3. αναθέτω

Συγγενικά

[επεξεργασία]