φορτίζω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φορτίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φορτίζω (φορτώνω σε πλοίο) < φόρτος
- για τη σημασία «γεμίζω με ηλεκτρικό φορτίο»: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική charger και από την αγγλική charge
- για τη σημασία «φορτίζω συναισθηματικά»: σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική charged (μετοχή)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /foɾˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φορ‐τί‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]φορτίζω, αόρ.: φόρτισα, παθ.φωνή: φορτίζομαι, π.αόρ.: φορτίστηκα/(φορτίσθηκα), μτχ.π.π.: φορτισμένος/πεφορτισμένος
- εφοδιάζω μια μπαταρία, ένα συσσωρευτή κ.λπ. με ηλεκτρικό φορτίο
- (μεταφορικά) αυξάνω τη συναισθηματική ένταση σε μια κατάσταση, συνήθως με αρνητικό τρόπο
- αποδίδω ξεχωριστή χροιά σε λόγια ή λέξεις, ώστε να προκαλώ συγκίνηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αφόρτιστος
- πεφορτισμένος
- φορτικός
- φορτίο
- φόρτιση & σύνθετα
- φορτισμένος & σύνθετα
- φορτισμός
- φορτιστής
→ και δείτε τη λέξη φόρτος
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φορτίζω | φόρτιζα | θα φορτίζω | να φορτίζω | φορτίζοντας | |
| β' ενικ. | φορτίζεις | φόρτιζες | θα φορτίζεις | να φορτίζεις | φόρτιζε | |
| γ' ενικ. | φορτίζει | φόρτιζε | θα φορτίζει | να φορτίζει | ||
| α' πληθ. | φορτίζουμε | φορτίζαμε | θα φορτίζουμε | να φορτίζουμε | ||
| β' πληθ. | φορτίζετε | φορτίζατε | θα φορτίζετε | να φορτίζετε | φορτίζετε | |
| γ' πληθ. | φορτίζουν(ε) | φόρτιζαν φορτίζαν(ε) |
θα φορτίζουν(ε) | να φορτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φόρτισα | θα φορτίσω | να φορτίσω | φορτίσει | ||
| β' ενικ. | φόρτισες | θα φορτίσεις | να φορτίσεις | φόρτισε | ||
| γ' ενικ. | φόρτισε | θα φορτίσει | να φορτίσει | |||
| α' πληθ. | φορτίσαμε | θα φορτίσουμε | να φορτίσουμε | |||
| β' πληθ. | φορτίσατε | θα φορτίσετε | να φορτίσετε | φορτίστε | ||
| γ' πληθ. | φόρτισαν φορτίσαν(ε) |
θα φορτίσουν(ε) | να φορτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φορτίσει | είχα φορτίσει | θα έχω φορτίσει | να έχω φορτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φορτίσει | είχες φορτίσει | θα έχεις φορτίσει | να έχεις φορτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φορτίσει | είχε φορτίσει | θα έχει φορτίσει | να έχει φορτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φορτίσει | είχαμε φορτίσει | θα έχουμε φορτίσει | να έχουμε φορτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φορτίσει | είχατε φορτίσει | θα έχετε φορτίσει | να έχετε φορτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φορτίσει | είχαν φορτίσει | θα έχουν φορτίσει | να έχουν φορτίσει |
| |
Παθητικός αόριστος: φορτίστηκα (και παλιότερο λόγιο: φορτίσθηκα).[1]
- Και λόγια μετοχή παθητικού παρακειμένου: πεφορτισμένος
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φορτίζομαι | φορτιζόμουν(α) | θα φορτίζομαι | να φορτίζομαι | ||
| β' ενικ. | φορτίζεσαι | φορτιζόσουν(α) | θα φορτίζεσαι | να φορτίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | φορτίζεται | φορτιζόταν(ε) | θα φορτίζεται | να φορτίζεται | ||
| α' πληθ. | φορτιζόμαστε | φορτιζόμαστε φορτιζόμασταν |
θα φορτιζόμαστε | να φορτιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | φορτίζεστε | φορτιζόσαστε φορτιζόσασταν |
θα φορτίζεστε | να φορτίζεστε | (φορτίζεστε) | |
| γ' πληθ. | φορτίζονται | φορτίζονταν φορτιζόντουσαν |
θα φορτίζονται | να φορτίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φορτίστηκα | θα φορτιστώ | να φορτιστώ | φορτιστεί | ||
| β' ενικ. | φορτίστηκες | θα φορτιστείς | να φορτιστείς | φορτίσου | ||
| γ' ενικ. | φορτίστηκε | θα φορτιστεί | να φορτιστεί | |||
| α' πληθ. | φορτιστήκαμε | θα φορτιστούμε | να φορτιστούμε | |||
| β' πληθ. | φορτιστήκατε | θα φορτιστείτε | να φορτιστείτε | φορτιστείτε | ||
| γ' πληθ. | φορτίστηκαν φορτιστήκαν(ε) |
θα φορτιστούν(ε) | να φορτιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω φορτιστεί | είχα φορτιστεί | θα έχω φορτιστεί | να έχω φορτιστεί | φορτισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις φορτιστεί | είχες φορτιστεί | θα έχεις φορτιστεί | να έχεις φορτιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει φορτιστεί | είχε φορτιστεί | θα έχει φορτιστεί | να έχει φορτιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε φορτιστεί | είχαμε φορτιστεί | θα έχουμε φορτιστεί | να έχουμε φορτιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε φορτιστεί | είχατε φορτιστεί | θα έχετε φορτιστεί | να έχετε φορτιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν φορτιστεί | είχαν φορτιστεί | θα έχουν φορτιστεί | να έχουν φορτιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φορτισμένος - είμαστε, είστε, είναι φορτισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φορτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φορτισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φορτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φορτισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φορτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φορτισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
[επεξεργασία]- φορτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φορτίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- φορτίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φορτίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)