Μετάβαση στο περιεχόμενο

φορτίζω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φορτίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φορτίζω (φορτώνω σε πλοίο) < φόρτος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /foɾˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φορτίζω

φορτίζω, αόρ.: φόρτισα, παθ.φωνή: φορτίζομαι, π.αόρ.: φορτίστηκα/(φορτίσθηκα), μτχ.π.π.: φορτισμένος/πεφορτισμένος

  1. εφοδιάζω μια μπαταρία, ένα συσσωρευτή κ.λπ. με ηλεκτρικό φορτίο
     αντώνυμα: αποφορτίζω, ξεφορτίζω
  2. (μεταφορικά) αυξάνω τη συναισθηματική ένταση σε μια κατάσταση, συνήθως με αρνητικό τρόπο
     συνώνυμα: ηλεκτρίζω
  3. αποδίδω ξεχωριστή χροιά σε λόγια ή λέξεις, ώστε να προκαλώ συγκίνηση
     συνώνυμα: τονίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη φόρτος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παθητικός αόριστος: φορτίστηκα (και παλιότερο λόγιο: φορτίσθηκα).[1]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)




Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]