charge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- charge < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chargen < παλαιά γαλλική chargier < λατινική carricare < carrus
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
charge | charges |
charge (en)
- η ευθύνη, η αρμοδιότητα, το αξίωμα, η ανάθεση
- το φορτίο, το φόρτωμα
- το ηλεκτρικό φορτίο
- η κατηγορία
- η επέλαση
- η έφοδος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- access charge
- banzai charge
- carrying charge
- chargeback
- chargecard
- charge conjugation
- charge density
- charge hand
- charge nurse
- charge of quarters
- charge-off
- charge plate
- charge sheet
- color charge
- colour charge
- cover charge
- deferred charge
- depth charge
- electric charge
- finance charge
- fixed charge
- floating charge
- free of charge
- get a charge out of
- in charge
- late charge
- negative charge
- nonrecurring charge
- partial charge
- positive charge
- press charges
- redemption charge
- reverse-charge
- reverse the charge
- sales charge
- service charge
- shaped charge
- space charge
- specific charge
- take charge
- trickle charge
- user charge
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | charge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | charges |
αόριστος | charged |
παθητική μετοχή | charged |
ενεργητική μετοχή | charging |
charge (en)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
charge | charges |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
charge (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)