ανάθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάθεση | οι | αναθέσεις |
γενική | της | ανάθεσης* | των | αναθέσεων |
αιτιατική | την | ανάθεση | τις | αναθέσεις |
κλητική | ανάθεση | αναθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάθεση < (ελληνιστική κοινή) ἀνάθεσις < αρχαία ελληνική ἀνατίθημι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανάθεση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναθέτω, το να εμπιστεύεται κάποιος σε κάποιον άλλον τη διεκπεραίωση μιας συγκεκριμένης αποστολής ή εργασίας
- (προγραμματισμός) η απόδοση τιμής σε μεταβλητή. Στις εντολές ανάθεσης χρησιμοποιείται το σύμβολο της ισότητας ("="), λιγότερο το ":=" και σπανιότερα άλλοι συμβολισμοί
- ≈ συνώνυμα: εκχώρηση τιμής, τιμοδοσία ή τιμοδότηση
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- σύνθετη ανάθεση (προγραμματισμός)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάθεση