ἀνατίθημι
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀνατίθημι < ἀνα- + τίθημι
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: αναθέτω
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀνατίθημι
- εμπιστεύομαι, απονέμω
- μετατοπίζω, απομακρύνω, αναβάλλω
- αφιερώνω (όπως τάμα ή προσφορά) ή ανεγείρω ανάθημα
- (στη μέση φωνή) ἀνατίθεμαι: αναλαμβάνω, διευθετώ ξανά από την αρχή, ανακαλώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀνατίθημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνατίθημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.