μετατοπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετατοπίζω < μετα- + τόπος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déplacer[1])

Ρήμα[επεξεργασία]

μετατοπίζω (παθητική φωνή: μετατοπίζομαι)

  1. (μεταβατικό) τοποθετώ σε άλλο σημείο, αλλάζω τη θέση
    άγνωστοι μετατόπισαν το άγαλμα
  2. (μεταβατικό) αναγκάζω κάποιον να αλλάξει περιοχή
    η αστυνομία μετατόπισε τους κατοίκους του χωριού λόγω κινδύνου κατολίσθησης
    οι εισβολείς μετατόπισαν τους γηγενείς πληθυσμούς

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. μετατοπίζω Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. μετατοπάω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)