εμπιστεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐμπιστεύομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμπιστεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμπιστεύομαι[1] < ἐν (εμ-) + πιστεύω -ομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /em.biˈste.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐μπι‐στεύ‐ο‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: εμ‐πι‐στεύ‐ο‐μαι

εμπιστεύομαι, π.αόρ.: εμπιστεύτηκα/εμπιστεύθηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. (με αιτιατική προσώπου) έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον
    δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί, δεν τηρεί ποτέ το λόγο του
  2. (με αιτιατική και γενική ή εμπρόθετο) αφήνω κάτι στη φύλαξη κάποιου στον οποίο έχω εμπιστοσύνη
    ο καταζητούμενος εξαπάτησε πολλούς που του εμπιστεύτηκαν τα χρήματά τους
  3. (μεταφορικά) φανερώνω ένα μυστικό σε κάποιον
    του εμπιστεύτηκα κάτι και το είπε σε όλο τον κόσμο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]