μπιστεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπιστεμένος η μπιστεμένη το μπιστεμένο
      γενική του μπιστεμένου της μπιστεμένης του μπιστεμένου
    αιτιατική τον μπιστεμένο την μπιστεμένη το μπιστεμένο
     κλητική μπιστεμένε μπιστεμένη μπιστεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπιστεμένοι οι μπιστεμένες τα μπιστεμένα
      γενική των μπιστεμένων των μπιστεμένων των μπιστεμένων
    αιτιατική τους μπιστεμένους τις μπιστεμένες τα μπιστεμένα
     κλητική μπιστεμένοι μπιστεμένες μπιστεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπιστεμένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

μπιστεμένος, -η, -ο


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]