trust
Πίνακας περιεχομένων
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trust (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
trust (en)
- εμπιστεύομαι, πιστεύω (κάποιον)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trust | trusts |
trust (fr) αρσενικό
- το τραστ