trust
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trust (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
trust (en)
- εμπιστεύομαι, πιστεύω (κάποιον)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trust | trusts |
trust (fr) αρσενικό
- το τραστ