εμ-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμ- < αρχαία ελληνική ἐμ- < ἐν- πριν από [p, v, f, m, ps] < ἐν
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /em/ πριν από [p, ps και m] ως εξής:
- < εμπ > /emb/ και συχνά σε γρήγορο λόγο, ή για την προφορά μη ελληνικών λέξεων: /eb/
- < εμψ > /emps/
- < εμμ > /em/
Πρόθημα
[επεξεργασία]εμ- ή έμ-
- άλλη μορφή του εν-, πριν από β’ συνθετικό που αρχίζει από <μ> ή χειλικό σύμφωνο, δηλαδή πριν από <π, β, φ, μ, ψ>
Σύνθετα
[επεξεργασία]και δείτε
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εν- στο Βικιλεξικό και όλες τις μορφές του εν-