assignment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- assignment < (κληρονομημένο) μέση αγγλική assignement < παλαιά γαλλική assignement
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
assignment | assignments |
assignment (en)
- η εργασία που ανατίθεται σε κάποιον, συνήθως ως μέρος της δουλειάς ή των σπουδών του
- ↪ My dog is used to eating my assignments.
- Ο σκύλος μου είναι συνηθισμένος να τρώει τις εργασίες μου.
- → δείτε τη λέξη homework
- ↪ My dog is used to eating my assignments.
- η επιφόρτιση
- (προγραμματισμός) ανάθεση, εκχώρηση,[1] τιμοδοσία, τιμοδότηση[2]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- assignment στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «ανάθεση», «εκχώρηση» από αναζήτηση « assignment» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- ↑ Γλωσσάριο. Προσπέλαση 23/10/2019
- ↑ 3. An Informal Introduction to Python, 3.2. First Steps Towards Programming. Αρχειοθέτηση 2020-01-24. Προσπέλαση 2020-09-04.