surcharge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
surcharge surcharges

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

surcharge (en)

  • η επιβάρυνση, πρόσθετη δαπάνη
    ⮡  When we pay in installments, we have a small surcharge.
    Όταν πληρώνουμε με δόσεις, έχουμε κάποια μικρή επιβάρυνση.



      ενικός         πληθυντικός  
surcharge surcharges

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

surcharge (fr) θηλυκό