surcharge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
surcharge | surcharges |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]surcharge (en)
- η επιβάρυνση, πρόσθετη δαπάνη
- ⮡ When we pay in installments, we have a small surcharge.
- Όταν πληρώνουμε με δόσεις, έχουμε κάποια μικρή επιβάρυνση.
- ⮡ When we pay in installments, we have a small surcharge.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
surcharge | surcharges |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]surcharge (fr) θηλυκό
- η υπερφόρτωση, η επιβάρυνση