φορτώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορτώνω < ελληνιστικό ρήμα φορτόω
Ρήμα[επεξεργασία]
φορτώνω, παθ.φωνή: φορτώνομαι, παθ.μτχ φορτωμένος
- τοποθετώ βάρος πάνω σε μια επιφάνεια, μεταφορικό μέσο, ζώο, άνθρωπο
- Τα φόρτωσε στον κόκορα (δηλαδή σε κανέναν, έμειναν κατά συνέπεια όλες οι υποχρεώσεις ανεκπλήρωτες)
- φορτώνω μουλάρι, άλογο με φορτίο
- μεταφέρω στοιχεία/αρχεία σε ψηφιακή συσκευή
- (μεταφορικά) εμπλουτίζω υπερβολικά
- Φόρτωσε το κείμενο με ένα σωρό τεχνικές λεπτομέρειες ενώ η ουσία ήταν αλλού
- Τον φόρτωσαν παράσημα
- Ήρθε φορτωμένη με τόσα μπιζού που έμοιαζε χριστουγεννιάτικο δέντρο
- επιβαρύνω ψυχικά έναν άνθρωπο
- αδικώ έναν άνθρωπο επιβαρύνοντάς τον με κάτι που δεν ήταν δική του ευθύνη
- Του φόρτωσαν και ένα φόνο, ενώ είχε κάνει μόνο μία ληστεία
- (αργκό) εκνευρίζομαι, ανεβάζω στροφές, αρχίζω να τα παίρνω
- φορτίζω μπαταρία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φορτώνω | φόρτωνα | θα φορτώνω | να φορτώνω | φορτώνοντας | |
β' ενικ. | φορτώνεις | φόρτωνες | θα φορτώνεις | να φορτώνεις | φόρτωνε | |
γ' ενικ. | φορτώνει | φόρτωνε | θα φορτώνει | να φορτώνει | ||
α' πληθ. | φορτώνουμε | φορτώναμε | θα φορτώνουμε | να φορτώνουμε | ||
β' πληθ. | φορτώνετε | φορτώνατε | θα φορτώνετε | να φορτώνετε | φορτώνετε | |
γ' πληθ. | φορτώνουν(ε) | φόρτωναν φορτώναν(ε) |
θα φορτώνουν(ε) | να φορτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φόρτωσα | θα φορτώσω | να φορτώσω | φορτώσει | ||
β' ενικ. | φόρτωσες | θα φορτώσεις | να φορτώσεις | φόρτωσε | ||
γ' ενικ. | φόρτωσε | θα φορτώσει | να φορτώσει | |||
α' πληθ. | φορτώσαμε | θα φορτώσουμε | να φορτώσουμε | |||
β' πληθ. | φορτώσατε | θα φορτώσετε | να φορτώσετε | φορτώστε | ||
γ' πληθ. | φόρτωσαν φορτώσαν(ε) |
θα φορτώσουν(ε) | να φορτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φορτώσει | είχα φορτώσει | θα έχω φορτώσει | να έχω φορτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φορτώσει | είχες φορτώσει | θα έχεις φορτώσει | να έχεις φορτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φορτώσει | είχε φορτώσει | θα έχει φορτώσει | να έχει φορτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φορτώσει | είχαμε φορτώσει | θα έχουμε φορτώσει | να έχουμε φορτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φορτώσει | είχατε φορτώσει | θα έχετε φορτώσει | να έχετε φορτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φορτώσει | είχαν φορτώσει | θα έχουν φορτώσει | να έχουν φορτώσει |
|