φόρτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φόρτωμα < φορτώ(-νω) + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φόρτωμα ουδέτερο
- η φόρτωση, το να φορτώνεις ένα φορτίο προς μεταφορά
- Τελείωσε το φόρτωμα για να φύγει καμιά φορά το καράβι;
- το βάρος, το φορτίο αυτό καθαυτό
- (μεταφορικά) το συναισθηματικό βάρος, πίεση
- Μη μου γίνεσαι φόρτωμα. Άσε με ήσυχο.
- η φόρτιση της μπαταρίας
- η μεταφορά πληροφοριών σε ψηφιακά αρχεία