Μετάβαση στο περιεχόμενο

burden

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
burden burdens

burden (en)

  • το βάρος, το φορτίο, το φόρτωμα, καθήκον, ευθύνη κτλ. που προκαλεί ανησυχία, δυσκολία ή σκληρή δουλειά
      Children’s tuition fees are yet another financial burden for the family.
    Τα δίδακτρα των παιδιών είναι ένα πρόσθετο οικονομικό βάρος για την οικογένεια.
      I don’t want to be a burden to you.
    Δε θέλω να σας γίνω φορτίο/φόρτωμα.
ενεστώτας burden
γ΄ ενικό ενεστώτα burdens
αόριστος burdened
παθητική μετοχή burdened
ενεργητική μετοχή burdening

burden (en)

  • επιβαρύνω, δίνω σε κάποιον καθήκον, ευθύνη κτλ. που προκαλεί ανησυχία, δυσκολία ή σκληρή δουλειά
      an estate burdened with debt - κληρονομία επιβαρυμένη με χρέη
      They burdened the people with taxes.
    Επιβάρυναν το λαό με φόρους.
      Thank you for inviting me to stay with you, but I don’t want to budren you.
    Ευχαριστώ για την πρόσκλησή σας να μείνω μαζί σας, αλλά δε θέλω να σας επιβαρύνω.
      You’re not burdening us at all.
    Δεν μας επιβαρύνετε καθόλου.