load
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
load | loads |
load (en)
(πληροφορική) φόρτωμα, η διαδικασία της φόρτωσης (loading), πχ. δεδομένων στην μνήμη
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | load |
γ΄ ενικό ενεστώτα | loads |
αόριστος | loaded |
παθητική μετοχή | loaded |
ενεργητική μετοχή | loading |
load (en)
- φορτώνω
- (πληροφορική) φορτώνω [1], πχ. δεδομένα στην μνήμη
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 “Ορολογία Πληροφορικής”, σελ. 3. Προσπέλαση 2020-06-19.