payload
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]payload (en)
- ωφέλιμο φορτίο
- (πληροφορική) ωφέλιμο φορτίο ενός ιού υπολογιστων
- (δίκτυο υπολογιστών) ωφέλιμο φορτίο ενός δεδομενογράμματος (datagram)[1]
- (τηλεπικοινωνίες) ωφέλιμος φόρτος[2]
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
payload στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Forum: payload -> ωφέλιμο φορτίο, ωφέλιμος φόρτος. Προσπέλαση 2020-05-07
- ↑ «ωφέλιμος φόρτος» από αναζήτηση «payload» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.