Μετάβαση στο περιεχόμενο

υπερφορτώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερφορτώνω < μεσαιωνική ελληνική ὑπέρφορτος + -ώνω

υπερφορτώνω, παθ. φωνή: υπερφορτώνομαι, παθ. μτχ. υπερφορτωμένος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]