υπερφορτωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερφορτωμένος < υπερφορτώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
υπερφορτωμένος, -η, -ο
- που έχει υπερφορτωθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερφορτωμένος
|