φορτίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  φορτίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /foɾˈti.zo.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

φορτίζομαι

  1. εφοδιάζομαι με ηλεκτρικό φορτίο
     αντώνυμα: αποφορτίζομαι
  2. (μεταφορικά) διακατέχομαι από συναισθηματική ένταση, συνήθως με αρνητικό τρόπο
     συνώνυμα: ηλεκτρίζομαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]