αποφορτίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αποφορτίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποφορτίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποφορτίζομαι | αποφορτιζόμουν(α) | θα αποφορτίζομαι | να αποφορτίζομαι | ||
β' ενικ. | αποφορτίζεσαι | αποφορτιζόσουν(α) | θα αποφορτίζεσαι | να αποφορτίζεσαι | (αποφορτίζου) | |
γ' ενικ. | αποφορτίζεται | αποφορτιζόταν(ε) | θα αποφορτίζεται | να αποφορτίζεται | ||
α' πληθ. | αποφορτιζόμαστε | αποφορτιζόμαστε αποφορτιζόμασταν |
θα αποφορτιζόμαστε | να αποφορτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποφορτίζεστε | αποφορτιζόσαστε αποφορτιζόσασταν |
θα αποφορτίζεστε | να αποφορτίζεστε | (αποφορτίζεστε) | |
γ' πληθ. | αποφορτίζονται | αποφορτίζονταν αποφορτιζόντουσαν |
θα αποφορτίζονται | να αποφορτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποφορτίστηκα | θα αποφορτιστώ | να αποφορτιστώ | αποφορτιστεί | ||
β' ενικ. | αποφορτίστηκες | θα αποφορτιστείς | να αποφορτιστείς | αποφορτίσου | ||
γ' ενικ. | αποφορτίστηκε | θα αποφορτιστεί | να αποφορτιστεί | |||
α' πληθ. | αποφορτιστήκαμε | θα αποφορτιστούμε | να αποφορτιστούμε | |||
β' πληθ. | αποφορτιστήκατε | θα αποφορτιστείτε | να αποφορτιστείτε | αποφορτιστείτε | ||
γ' πληθ. | αποφορτίστηκαν αποφορτιστήκαν(ε) |
θα αποφορτιστούν(ε) | να αποφορτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποφορτιστεί | είχα αποφορτιστεί | θα έχω αποφορτιστεί | να έχω αποφορτιστεί | αποφορτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποφορτιστεί | είχες αποφορτιστεί | θα έχεις αποφορτιστεί | να έχεις αποφορτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποφορτιστεί | είχε αποφορτιστεί | θα έχει αποφορτιστεί | να έχει αποφορτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποφορτιστεί | είχαμε αποφορτιστεί | θα έχουμε αποφορτιστεί | να έχουμε αποφορτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποφορτιστεί | είχατε αποφορτιστεί | θα έχετε αποφορτιστεί | να έχετε αποφορτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποφορτιστεί | είχαν αποφορτιστεί | θα έχουν αποφορτιστεί | να έχουν αποφορτιστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποφορτίζομαι
|