ποδήλατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποδήλατο | τα | ποδήλατα |
γενική | του | ποδήλατου & ποδηλάτου |
των | ποδήλατων & ποδηλάτων |
αιτιατική | το | ποδήλατο | τα | ποδήλατα |
κλητική | ποδήλατο | ποδήλατα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποδήλατο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ποδήλατος (ποδήλατο όχημα) < αρχαία ελληνική ποδ- (< πούς) + -ήλατο (< ελαύνω: προχωρώ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /poˈði.la.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δή‐λα‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποδήλατο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) όχημα, κυρίως δίτροχο, που κινεί ο αναβάτης με τα πόδια του, δίνοντας ώθηση στα πετάλια
- θαλάσσιο ποδήλατο: πλωτό όχημα που κινείται με τον ίδιο τρόπο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάνω τη ζωή (κάποιου) ποδήλατο: τον ταλαιπωρώ, του δημιουργώ προβλήματα, του κάνω τη ζωή δύσκολη
[επεξεργασία]
- ποδήλατον (στην καθαρεύουσα)
- ποδηλασία
- ποδηλατάδικο
- ποδηλατάς
- ποδηλάτης και ποδηλάτισσα / ποδηλάτρια
- ποδηλατικός
- ποδηλατιστής και ποδηλατίστρια
- ποδηλατώ
- ποδηλατόδρομος
- ποδηλατάνθρωπος[1]
- ποδηλατητής
- ποδηλατητικός
- ποδηλατικώς
- ποδηλατισμός
- ποδηλατιστικός
- ποδηλατοδιδάσκαλος
- ποδηλατοδιώκτης
- ποδηλατοδρομείον
- ποδηλατοδρομώ
- ποδηλατοδρομία
- ποδηλατοδρόμιον
- ποδηλατοδρόμος
- ποδηλατολαμπαδηφορία
- ποδηλατομανία
- ποδηλατομάχοι
- ποδηλατόμετρον
- ποδηλατοπορία
- ποδηλατοστοιχία
- ποδηλατοταχυβόλον
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δίτροχο όχημα