Μετάβαση στο περιεχόμενο

ποδήλατο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδήλατο τα ποδήλατα
      γενική του ποδήλατου
& ποδηλάτου
των ποδήλατων
& ποδηλάτων
    αιτιατική το ποδήλατο τα ποδήλατα
     κλητική ποδήλατο ποδήλατα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ποδήλατα έξω από σιδηροδρομικό σταθμό στην Ελβετία
θαλάσσια ποδήλατα στην Αυστραλία

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποδήλατο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ποδήλατος (ποδήλατο όχημα) < αρχαία ελληνική ποδ- (< πούς) + -ήλατο (< ελαύνω: προχωρώ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /poˈði.la.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποδήλατο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποδήλατο ουδέτερο

  1. (μέσο μεταφορών) όχημα, κυρίως δίτροχο, που κινεί ο αναβάτης με τα πόδια του, δίνοντας ώθηση στα πετάλια
  2. θαλάσσιο ποδήλατο: πλωτό όχημα που κινείται με τον ίδιο τρόπο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Σ. Α. Kουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, A -B , Aθήνα 1900