πετάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πετάλι | τα | πετάλια |
γενική | του | πεταλιού | των | πεταλιών |
αιτιατική | το | πετάλι | τα | πετάλια |
κλητική | πετάλι | πετάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /peˈta.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τά‐λι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πετάλι ουδέτερο
- (τεχνολογία, προφορικό) πεντάλ, ποδοκίνητος μοχλός που προκαλεί κίνηση
- (ποδηλασία, προφορικό) το πεντάλ του ποδηλάτου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κάνω πετάλι: κινώ με τα πόδια μου τα πετάλια ενός ποδηλάτου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πέταλο (διαφορετικού ετύμου)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πετάλι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πετάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)