πεντάλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντάλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική pédal (θηλυκό) < ιταλική pedale < ουδέτερο του λατινική pedalis < pēs, pedis (πόδι, ποδιού)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /peˈdal/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντάλ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντάλ ουδέτερο άκλιτο
- (τεχνολογία) ποδοκίνητος μοχλός που προκαλεί κίνηση
- (μουσική) τα ποδοκίνητα πλήκτρα του εκκλησιαστικού οργάνου
- (μουσική) ποδοκίνητος μοχλός μουσικού οργάνου που προκαλεί διάφορα εφέ
Εκφράσεις[επεξεργασία]
μουσικοί όροι:
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
μουσικοί όροι:
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντάλ θηλυκό άκλιτο
- (δυτική μουσική) η νότα πεντάλ στη δυτική πολυφωνία είναι κρατημένη νότα σε μία από τις φωνές (συνήθως στον basso) καθώς οι άλλες φωνές αλλάζουν αρμονία
- → δείτε και τη λέξη ισοκράτημα για τη βυζαντινή μουσική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)