εφέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφέ < γαλλική effet < παλαιά γαλλική effet < λατινική effectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος efficio < facio < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰeh₁- (τίθημι)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφέ ουδέτερο άκλιτο
- οπτικό, ηχητικό ή άλλο στοιχείο (σε κινηματογραφικό έργο, θεατρική παράσταση κ.λπ.) που (με εντυπωσιακό συνήθως τρόπο) τραβά την προσοχή κάποιου ή προσδίδει αληθοφάνεια
- εντύπωση, αίσθηση (συνήθως στην έκφραση κάνω εφέ), που αποσκοπεί στην προσέλκυση της προσοχής και στην πρόκληση θαυμασμού