effet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
effet | effets |
effet (fr) αρσενικό
- το αποτέλεσμα, η συνέπεια, η επίδραση, η επενέργεια, η επίπτωση
- το εφέ