πρόκληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόκληση | οι | προκλήσεις |
γενική | της | πρόκλησης* | των | προκλήσεων |
αιτιατική | την | πρόκληση | τις | προκλήσεις |
κλητική | πρόκληση | προκλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προκλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόκληση < αρχαία ελληνική πρόκλησις < προκαλῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.kli.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόκληση θηλυκό
- η ενέργεια του προκαλώ, η δημιουργία
- η πρόκληση επεισοδίων
- η ενέργεια με την οποία προκαλώ κάποιον σε αντιπαράθεση
- το κάλεσμα προς την αντιμετώπιση δύσκολου προβλήματος ή την επίτευξη (μεγάλου) στόχου, και κατ' επέκταση το ίδιο το πρόβλημα ή ο στόχος
- προκλητική ενέργεια ή πράγμα
- αυτό το παγωτό είναι μια σκέτη πρόκληση
- νέα πρόκληση: παραβίαση του εθνικού εναέριου χώρου από πολεμικά αεροπλάνα
- (δίκαιο) το δικόγραφο με το οποίο καλείται ο αντίδικος να εγείρει αγωγή
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόκληση
|