Herausforderung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Herausforderung | die | Herausforderungen |
γενική | der | Herausforderung | der | Herausforderungen |
δοτική | der | Herausforderung | den | Herausforderungen |
αιτιατική | die | Herausforderung | die | Herausforderungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Herausforderung (de) θηλυκό
- η πρόκληση