challenge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
challenge (en)
- η πρόκληση (σε ανταγωνισμό, για να αποδείξεις κάτι, χυδαία ή ηθική πρόκληση)
- η πρόκληση, κάτι δύσκολο που θέλουμε να πετύχουμε
- learning a language at this age was a challenge to him
Ρήμα[επεξεργασία]
challenge (en)
- προκαλώ (σε ανταγωνισμό, μονομαχία κλπ)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
challenge | challenges |
challenge (fr) αρσενικό