facio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

facio < πρωτοϊταλική *fakiō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁ (θέτω, βάζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

facio (la) (προστακτική συνήθως fac, αλλά απαντά και ο αρχαϊκός τύπος face)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Προστακτική ενεστώτα:-,fac-,-,facite,-