Μετάβαση στο περιεχόμενο

effect

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
effect effects

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

effect (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επίδραση, η επίπτωση, το αποτέλεσμα, η ενέργεια
      The punishment has no effect on him.
    Η τιμωρία δεν είχε επίδραση πάνω του.
      When the effect of the medicine wore off…
    Όταν πέρασε η επίδραση του φαρμάκου…
      Overprotective mothers have a devastating effect on their children.
    Οι υπερπροστατευτικές μητέρες ασκούν ολέθρια επίδραση στα παιδιά τους.
      Every mistake has an effect.
    Κάθε λάθος έχει επίπτωση.
      My advice had no effect on him.
    Οι συμβουλές μου δεν είχαν αποτέλεσμα σ' αυτόν.
      The drug had no effect.
    Το φάρμακο δεν είχε ενέργεια.
     συνώνυμα:  impact, influence και repercussion
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εντύπωση, μια συγκεκριμένη εμφάνιση, ήχος ή εντύπωση που κάποιος, όπως ένας καλλιτέχνης ή ένας συγγραφέας, θέλει να δημιουργήσει
      The overall effect of the painting is overwhelming.
    Η συνολική εντύπωση του πίνακα είναι συντριπτική.
      The lighting give the effect of a moonlit scene.
    Ο φωτισμός δίνει την εντύπωση μιας σεληνόφωτης σκηνής.
  3. (μόνο πληθυντικός) τα εφέ, στοιχεία εντυπωσιασμού που χρησιμοποιούνται για να προσελκύσουν την προσοχή του θεατή ή του ακροατή
      sound/light effects - ηχητικά/φωτιστικά εφέ
      The film has a lot of visual effects.
    Η ταινία έχει πολλά οπτικά εφέ.
      Special effects play a big role in the movie.
    Τα ειδικά εφέ παίζουν μεγάλο ρόλο στην ταινία.
  4. (μόνο πληθυντικός, επίσημο) τα είδη
      personal effects - προσωπικά είδη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]