repercussion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
repercussion | repercussions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
repercussion (en)
- (συνήθως στον πληθυντικό) η επίπτωση, η επίδραση, ένα συνήθως κακό αποτέλεσμα μιας ενέργειας ή ενός γεγονότος
Πηγές[επεξεργασία]
- repercussion - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 321. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίδραση