repercussion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
repercussion repercussions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

repercussion (en)

  • (συνήθως στον πληθυντικό) η επίπτωση, η επίδραση, ένα συνήθως κακό αποτέλεσμα μιας ενέργειας ή ενός γεγονότος
    the repercussions of the crisis - οι επιπτώσεις της κρίσεως
    That will have serious repercussions on the international scene.
    Αυτό θα έχει σοβαρή επίδραση στο διεθνή χώρο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη effect

Πηγές[επεξεργασία]