impact
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- impact < λατινική impactus < inpingo < pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɪm.pækt/ (ουσιαστικό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
impact (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
impact (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- impact < λατινική impactus < inpingo < pango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
impact | impacts |
impact (fr) αρσενικό
- το πλήγμα, το κρούσμα, η κρούση
- η επίδραση
- o αντίκτυπος