impacter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- impacter < (άμεσο δάνειο) αγγλική to impact
Ρήμα[επεξεργασία]
impacter (fr)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- γαλλική περιφραστική πρόταση: avoir un impact, avoir une incidence, avoir des répercussions.