répercussion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- répercussion < λατινική repercussus
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʁe.pɛʁ.ky.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
répercussion | répercussions |
répercussion (fr) θηλυκό
- ο αντίκτυπος
- (μεταφορικά) η επίπτωση